- στομαχιάζω
- αμετ. στομαχιάζομαι1) страдать несварением желудка; 2) перен. не выносить, не переваривать;
στομαχιάστηκα με την επιμονή του — я ненавижу его упрямство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στομαχιάστηκα με την επιμονή του — я ненавижу его упрямство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στομαχιάζω — στομαχιάζω, στομάχιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στομαχιάζω — Ν [στομάχι] 1. παθαίνω δυσπεψία 2. μέσ. στομαχιάζομαι στενοχωρούμαι, δυσανασχετώ … Dictionary of Greek
στομαχιάζω — στομάχιασα, νιώθω ενοχλήσεις στο στομάχι λόγω δυσπεψίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στομάχιασμα — το, Ν [στομαχιάζω] βαρυστομαχιά, δυσπεψία … Dictionary of Greek